- αμύητος
- -η, -ο (Α ἀμύητος, -ον)ο μη μυημένος, αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστήρια μιας θρησκείας ή λατρείας, αμυσταγώγητοςνεοελλ.αυτός που δεν έχει εισαχθεί στα μυστικά μιας θεωρίας, επιστήμης ή τέχνης, ακατατόπιστος, ανίδεοςαρχ.1. (στον Πλάτ.) αυτός που παρουσιάζει διαρροή, ο μη στεγανός2. (στους εκκλ. συγγραφείς) αυτός που αποδέχθηκε το δόγμα, αλλά δεν βαφτίστηκε ακόμη, ο κατηχούμενος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μυῶ.ΠΑΡ. αμυησία].
Dictionary of Greek. 2013.